II S 3

II S 3 SUID. s.v. Θεόδωρος:
Θεόδορος ὁ ἐπὶκλην Ἄθεος [cf. IV H 2 . . . .]˙ διήκουσε δὲ καὶ Βρύσωνος, κτλ.