V B 35

V B 35 GNOM. VAT. 743 n. 104:
ὁ αὐτὸς [scil. Alexander Magnus] αἰτήσαντος αὐτὸν Διογένους δραχμὴν ἔφη˙ "οὐ βασιλικὸν τὸ δῶρον˙" τοῦ δὲ εἰπόντος˙ "καὶ δὸς τάλαντον" εἶπεν˙ "ἀλλ' οὐ κυνικὸν τὸ αἴτημα." [= GNOM. VINDOB. 21].
GNOM. VAT. 743 n. 96:
Ἀλέξανδρος ὁ Βασιλεὺς πληρώσας ποτὲ ὀστέων πίνακα ἔπεμψεν Διογένει τῷ κυνικῷ˙ ὁ δὲ λαβὼν εἶπε˙ "κυνικὸν μὲν τὸ βρῶμα, οὐ βασιλικὸν δὲ τὸ δῶρον."[= GNOM. VINDOB. 1; FLORIL. MONAC. 155; FLORIL. LEID. 145; COD. VAT. GR. 633 f. 121r; ARSEN. p. 94, 21-23; MAXIM. VIII 26].
EUSTATH. in Hom. Od. ζ 148 p. 1557, 2-3:
τὸ τοῦ κυνικοῦ Διογένους ἐξέφῃνε σκῶμμα. ὃς δεξιωθεὶς πρὸς βασιλέως ὀστέοις ὡς κύων "κυνῶν μέν," ἔφη "τὸ βρῶμα οὐ βασιλικὸν δὲ ὅμως τὸ δῶρον."