V B 149

V B 149 STOB. III 13, 44:
ὁ Διογένης ἔλεγεν, ὅτι οἱ μὲν ἄλλοι κύνες τοὺς ἐχθροὺς δάκνουσιν, ἐγὼ δὲ τοὺς φίλους, ἵνα σώσω [= ARSEN. p. 204, 18-19].
GNOM. VAT. 743 n. 194:
ὁ αὐτὸς [scil. Diogenes] [4] ἀγανακτοῦντος Πολυξένου τοῦ διαλεκτικοῦ ἐπὶ τῷ κύνα αὐτόν τινας προσαγορεύειν ἔφη˙ "καὶ σύ με κάλει κύνα˙ Διογένης γάρ μοί ἐστι παρώνυμον˙ εἰμὶ δὲ κύων, τῶν μέντοι γενναίων καὶ φυλαττόντων τοὺς φίλους."
OLYMPIOD. in Plat. Gorg. 521 a 44, 6:
καί τινες πάλιν ἐροῦσιν, ὅτι Κύων τις γέγονεν ἀπηνὴς ἄνθρωπος˙ ψεῦδος δέ˙ ἀλλὰ κύων ἐστὶν ἡ ἐλεγκτικὴ ζωή.
THEMIST. Περὶ ἀρετῆς p. 44 Sachau [ = p. 65 Norman]:
Diogenem Athenienses canem appellabant, quod cubile eius humi erat et in vicis ante ianuas pernoctabat. quod cognomen Diogenes amabat, quod id cum actionibus suis congruere videbat. scitis enim, quomodo Plato canis naturam exponat [resp. II 375 E. . . .] cani enim per videndi consuetudinem amicos cognoscere datum est, philosopho autem intellectus, qui oculis melior est, inditus est, ut amico atque inimico discretis illum adducat, hunc a se amoveat, non ut iram suam expleat vel mordat, sed ut eum admonitione corrigat eumque sanet atque occulta vitia tamquam morsu extracta in medium proferat.
EUDOC. violar. 332 p. 239, 11-240, 9:
Διογένης ὁ κυνικός, Ἱκεσίου τραπεζίτου υἱὸς ἧν, Σινωπεύς. κυνικὸς δὲ ἤκουσεν ἀπὸ μεταφορᾶς τῶν χερσαίων κυνῶν˙ ὥσπερ γὰρ οἱ κύνες ἔχουσί τι φύσει φυλακτικὸν καὶ διακριτικόν (διακρίνουσι γὰρ τοὺς οἰκείους τῶν ξένων καὶ φυλάττουσι τοὺς οἰκείους), οὕτω καὶ οὗτος ἐμιμεῖτο τὸ διακριτικὸν καὶ φυλακτικόν, καὶ ἐφύλαττε μὲν τὰ τῆς φιλοσοφίας δόγματα, διέκρινε δὲ τοὺς ἐπιτηδείους καὶ ἀνεπιτηδείους πρὸς φιλοσοφίαν. οὗτος οὗν ὁ Κυνικὸς τοιοῦτος ὢν ἦν εἰκότως εὐπαρισίαστος˙ ἤλεγκε γὰρ καὶ δυνάστας καὶ ἐλλογίμους καὶ πάντα ἄνθρωπον δῆθεν διὰ τὸ καλόν˙ ἐλέγχων δὲ οὗν ἀστειότερον καὶ γελοιοδέστερον πολὺ ἤλεγχεν. ἀκουστὴς δὲ ἧν Ἀντισθένους, καὶ διακούσας αὐτοῦ ὥρμησεν ἐπὶ τὸν εὐτελῆ βίον, μὴ θεασάμενος τὰ διατρέχοντα.