V B 171

V B 171 SUID. s.v. Ζωὴ πιθοῦ:
ἐπὶ τῶν μετρίως καὶ ταπεινῶς ζώντων, ἀπὸ Διογένους τοῦ φιλοσόφου, ᾧ πίθος ἦν ἡ ἡδίστη καταγωγή [= ZENOB. II 14; DIOGENIAN. V 98; GREGOR. CYPR. cod. Leidens. n. 14, II 20].
EUDOC. violar. 332 p. 240, 22-24:
ὃν [scil. πίθον] ἐν τῷ χειμῶνι ᾤκει [scil. Diogenes]˙ καὶ ἑσπέρας μὲν εἰσῄει ἐν αὐτῷ διὰ τὸ κρύος, ἡμέρας δὲ ἐξῄει διὰ τὸν ἥλιον.