V A 184

V A 184 PHILODEM. adv. <Soph.> fr. 1 Sbordone:
. . . . . . . .ἐ]κ δ' αὐτῶ[ν
τοῖς ἐχθροῖς] αὐτῶν ἐ-
πιδεδράμη]κεν, ἀλλὰ
γ' ἔσται γεραι]ὸς ἕως εὖ μ[ά-
θηι τινὰ τῶν] περ[ὶ] φύ[σ]εω[ς,
καὶ περὶ Ἀν]τισθένους
λόγον συντ]άξα<ς> ἀπόγρα-
φον θέλει ἡμ] ῖν φέρειν,
ἐπεὶ οὐκ ἐπί]σταται λέ-
γειν] . . . . .