V B 186

V B 186 DIOG. LAERT. VI 58:
ὀνειδιζόμενός [scil. Diogenes] ποτε ὅτι ἐν ἀγορᾷ ἔφαγεν, "ἐν ἀγορᾷ γάρ," ἔφη, "καὶ ἐπείνησα." [= EUDOC. violar. 332 p. 243, 7-9].