V A 188

V A 188 PORPHYR. schol. ad Od. ψ 337 [ἀλλὰ τοῦ οὒ ποτε θυμὸν ἐνὶ στήθεσσιν ἔπειθεν] et ε 211 [οὐ μέν θην κείνης γε χερείων εὔχομαι εἶναι]:
διὰ τί Ὀδυσσεὺς, τῆς Καλυψοῦς διδούσης αὐτῷ τὴν ἀθανασίαν, οὐκ ἐδέξατο; Ἀριστοτέλης [fr. 178 Rose] μὲν οὖν πρὸς τοὺς Φαίακάς φησι ταῦτα λέγειν Ὀδυσσέα, ἵνα σεμνότερος φαίνηται καὶ μᾶλλον ἄλλων σπουδάσαι πάντων τὸν νόστον˙ συνέφερε γὰρ αὐτῷ πρὸς τὸ θᾶττον ἀποσταλῆναι. ἔπειτα ἔοικεν οὐ τῷ μὴ πεισθῆναι λέγειν μὴ λαβεῖν τὴν τοιαύτην δωρεάν, ἀλλὰ μὴ πιστεῦσαι αὐτῇ τοιαῦτα λεγούσῃ˙ ἡ μὲν γὰρ ἔφασκε ποιήσειν, ὁ δὲ οὐκ ἐπίστευσεν, οὐχὶ πιστεύων παρῃτεῖτο. εἴη δ' ἂν καὶ τοῦ σοφοῦ ἀθανασία οὐχ ἣν τοιαῦται δαίμονες χαρίσαιντ' ἂν, ἀλλὰ τοῦ Διὸς ἂν εἴη καὶ τῶν ἔργων, ἃ μὲν πέφυκεν ἀπαθανατίζειν˙ τοιαῦτα δ' ἂν εἴη ἀπὸ ἀρετῆς. παραιτούμενος δὲ τοὺς οἰκείους καὶ τὴν εἰς οἶκον ἐπάνοδον δι' ἐπαγγελίαν ἀθανασίας ἀπώλεσεν ἂν τὴν ἀρετήν˙ σὺν αὐτῇ δὲ καὶ τὴν τῆς ψυχῆς ἀθανασίαν καὶ τὴν πρὸς θεοὺς ἄνοδον ἀπώλεσεν, ἄν. διδάσκει οὖν ὅτι διὰ τῶν ἐναντίων οὐκ ἄν τις ἐνδύοιτο τὰ ἐναντία, ὡς οὔτε δι' ἀποστερήσεως λάβοι ἂν δικαιοσύνην οὔτε ἂν διὰ μάχης σωφροσύνην οὔτε διὰ τοῦ φιλεῖν τὸν τῇδε βίον θνητὸν ὄντα καὶ ἐπίκηρον τὸ τέλος τῆς ἀθανασίας, οὔςης ἀνδρὸς τὰ καθήκοντα καὶ τῶν ἔργων τὰ τοιαῦτα φιλοῦντος ἃ καθήρειεν ἂν τὴν ψυχήν, . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . , α τοῖς θεοῖς γίνεται πάντα . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . τυχεν ἀλλ' οὐ τοῦ τέλους.
Ἀντισθένης φησὶν εἰδέναι σοφὸν ὄντα τὸν Ὀδυσσέα, ὅτι οἱ ἐρῶντες πολλὰ ψεύδονται καὶ τὰ ἀδύνατα παραγγέλλονται. ἐπισημαίνεται δὲ καὶ τὴν αἰτίαν, τὴν παραίτησιν δι' ἣν πεποίηται. τῆς θεοῦ ἐκείνης μὲν γὰρ ἐπὶ σώματος εὐμορφίᾳ καὶ μεγέθει μεγαλαυχούσης καὶ τὰ καθ' ἑαυτὴν προκρινούσης τῆς Πηνελόπης, συγχωρήσας μὲν τοῦτο καὶ τῷ ἀδήλῳ εἴξας - ἄδηλον μὲν γὰρ αὐτῷ, εἰ ἀθάνατος καὶ ἀγήρως (ε 218) - ἐπεσημήνατο ὅτι τὴν γαμετὴν ζητεῖ διὰ τὸ εἶναι περίφρονα, ὡς κἀκείνης ἂν ἀμελήσας, εἰ τῷ σώματι καὶ μόνῳ τῷ κάλλει κεκόσμητο. τοῦτο γὰρ καὶ τοὺς μνηστῆρας εἰρηκέναι [πολλάκις], λέγοντας˙ οὐδ' ἐπὶ ἄλλας ἐρχόμεθα, ἃς ἐπιεικὲς ὀπυιέμεν ἐστὶν ἑκάστῳ, ταύτης δὲ ἕνεκα τῆς ἀρετῆς ἐπιδικαζόμεθα (β 206. 7) . . . . [τὰ δὲ τῆς Καλυψοῦς ἐστι τοιαῦτα˙ οὐ μὲν ἐγὼ κείνης χερείων εὔχομαι εἶναι, οὐ δέμας οὐδὲ φυήν, οὐδὲ ἔοικε θνητὰς ἀθανάτῃσι δέμας ἐρίζειν καὶ εἶδος, τὰ σωματικὰ μόνον παραβαλλούσης˙ τοῦ δὲ Ὀδυσσέως˙ οἶδα καὶ αὐτὸς πάντα μάλ', οὕνεκα σεῖο περίφρων Πηνελόπεια εἶδος ἀκιδνοτέρη μέγεθός τ' εἰς ἄντα ἰδέσθαι˙ ἡ μὲν γὰρ βροτός ἐστι, σὺ δ' ἀθάνατος καὶ ἀγήρως˙ τὸ γὰρ περίφρων Πηνελόπεια ἔμφασιν ἔχει τῆς κατὰ ὄρεξιν προκρίσεως].
PORPHYR. schol. ad Od. η 257:
[ἡ δέ <μ'> ἔφασκε
θήσειν ἀθάνατον καὶ ἀγέραον ἥματα πάντα]. Ἀντισθένης δέ φησι ὅτι τοὺς ἐρῶντας ἔδει ψευδομένους τὰς ὑποσχέσεις˙ τοῦτο γὰρ ποιεῖν οὐκ ἐδύνατο δίχα Διός.