V B 202

V B 202 DIOG. LAERT. VI 52:
ἰδών [scil. Diogenes] ποτε γυναῖκας ἀπ' ἐλαίας ἀπηγχονισμένας, "εἴθε γάρ," ἔφη, "πάντα τὰ δένδρα τοιοῦτον καρπὸν ἤνεγκεν." [= ARSEN. p. 208, 10-11; EUDOC. violar. 332 p. 244, 12-13].