V B 399

V B 399 DIOG. LAERT. VI 54:
ἰδών [scil. Diogenes] ποτε μειράκιον ἐρυθριῶν, "θάρρει," ἔφη, "τοιοῦτόν ἐστι τῆς ἀρετῆς τὸ χρῶμα." [= ARSEN. p. 201, 8-9].