V B 499

V B 499 DIOG. LAERT. VI 53:
μειράκιον εὔμορφον ἀφυλάκτως ἰδὼν [scil. Diogenes] κοιμώμενον, νύξας, "ἐπέγειραι," ἔφη [HOM. Il. Ε 40, Θ 95],
μή τίς σοι εὕδοντι μεταφρένῳ ἐν δόρυ πήξῃ.