V B 502

V B 502 DIOG. LAERT. VI 34:
κατέλαβέ [scil. Diogenes] ποτε Δημοσθένην τὸν ῥήτορα ἐν πανδοκείῳ ἀριστῶντα. τοῦ δ' ὑποχωροῦντος, τοσούτῳ μᾶλλον, ἔφη, "ἔσῃ ἐν τῷ πανδοκείῳ" ξένων δέ ποτε θεάσασθαι θελόντων Δημοσθένην, τὸν μέσον δάκτυλον ἐκτείνας, "οὗτος ὑμῖν," ἔφη, "ἐστὶν ὁ Ἀθηναίων δημαγωγός." [= EUDOC. violar. 332 p. 243, 25-244, 2; κατέλαβε . . . . . τῷ πανδοκείῳ = ARSEN. p. 204, 23-25]. [7]
PLUTARCH. dec. orat. vit. 8 p. 847 F:
Διογένης δ' ὁ κύων θεασάμενος αὐτόν [scil. Demosthenem] ποτ' ἐν καπηλείῳ αἰσχυνόμενον καὶ ὑποχωροῦντα εἶπεν "ὅσῳ μᾶλλον ὑποχωρεῖς, τοσούτῳ μᾶλλον ἐν τῷ καπηλείῳ ἔσῃ."
PLUTARCH. de prof. in virt. 11 p. 82 C-D:
χάριεν γὰρ τὸ τοῦ Διογένους πρός τινα νεανίσκον ὀφθέντα μὲν ἐν καπηλείῳ, καταφυγόντα δ' εἰς τὸ καπνεῖον, "ὅσῳ" γὰρ εἶπεν "ἐνδοτέρω φεύγεις, μᾶλλον ἐν τῷ καπηλείῳ γίνῃ."